Το έτος 1484 ο Πάπας Ιννοκέντιος VIII εξέδωσε μια επιστολή σύμφωνα με την οποία επικύρωνε επίσημα το έργο των δυο Δομινικανών Ιεροεξεταστών, του Γιάκομπ Σπρένγκερ (1436-1495)και του Χάινριχ Κράμμερ (1440-1505),στους οποίους ανατέθηκε η καταστολή της διαφθοράς που προκαλούσαν οι μάγισσες. Αυτοί επιλέχθηκαν λόγω της ικανότητας και της ευφυΐας τους αλλά κυρίως λόγω της αφοσίωσης τους στο δόγμα.
Έτσι το 1486 δημοσιεύτηκε το Μalleus Maleficarum και μέσα στους επόμενους αιώνες έγινε το «όπλο κατά της βασκανίας» το βασικό κείμενο που εδραίωνε τον αξεδιάλυτο δεσμό ανάμεσα στη μαγεία και το γυναικείο φύλο. Αρχικά εκδόθηκε στη Γερμανία και γρήγορα μεταφράστηκε και εκδόθηκαν πάμπολλα αντίτυπα στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Αγγλία. Οι επιπτώσεις του εγχειριδίου έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στις διάσημες «δίκες μαγισσών» της Αμερικής για τουλάχιστον 200 χρόνια.
Το Μalleus Maleficarum είναι κοινώς γνωστό με τον τίτλο «Η σφύρα των μαγισσών»,αν και ο λατινικός τίτλος μεταφράζεται καλύτερα ως «η σφύρα της μαγγανείας», καθ’ ότι το Μalleus σημαίνει «κακοβουλία», «κακεντρέχεια», «μοχθηρία», «γοητεία» (γητεία). Ουσιαστικά αυτό το βιβλίο είναι ο νόμος με τον οποίο δικάζονταν οι μάγισσες κατά την Ιερά Εξέταση, αλλά και όσοι είχαν ανάμειξη με την τέχνη της μαγείας. Είναι σοφά μελετημένο και σχολαστικό έγγραφο στοιχείο που αποδεικνύει ασύλληπτο, φανατισμένο μισογυνισμό.
Πιστεύεται πως η πραγματικός σκοπός του Πάπα, όταν εξέδωσε την επιστολή το 1484, ήταν να εξολοθρεύσει την Προτεσταντική αντίσταση και να εδραιώσει την απόφαση του Πάπα Αλεξάνδρου ΙV που είχε γίνει το 1258 σχετικά με το διωγμό των αιρετικών. Έτσι ,το Μalleus Maleficarum εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Γερμανία, την Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, και τα καθολικά και προτεσταντικά δικαστήρια το υιοθέτησαν πολύ σύντομα. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 135 ετών βρισκόταν στην 34η έκδοση του και είχε ξεπεράσει όλα τα βιβλία εκτός της Βίβλου.
Η εποχή ήταν η πιο κατάλληλη, σαν από δαιμονική σύμπτωση η τυπογραφία έκανε το ξεκίνημα της και έτσι η αναγνωστική ύλη κάλυπτε ένα όλο και μεγαλύτερο πεδίο, η Ευρώπη κατακλυζόταν από θρησκευτικές αντιθέσεις, διαμάχες και ίντριγκες, και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα όπου οι βασιλείς και οι βασίλισσες της τότε εξουσίας δέχονταν καθημερινά απειλές για τη ζωή τους και οι φόνοι αυτών ήταν οι πιο συνηθισμένες εγκληματικές πράξεις.
Οι πληροφορίες για τη δράση και το ιστορικό των Κράμμερ και Σπρένγκερ δεν είναι ολοκληρωμένες. Γνωρίζουμε όμως ότι και οι δυο υπήρξαν ηγούμενοι Δομινικανού Τάγματος αλλά παρ’ όλα αυτά όταν έφτασαν στη Γερμανία με τη σφραγίδα του Πάπα, έλαβαν ψυχρότατη υποδοχή, χαρακτηριζόμενοι ως δυσάρεστες προσωπικότητες και δεν ήταν λίγοι οι πάστορες που τους εκδίωξαν, επικαλούμενοι εκκλησιαστική επικήρυξη περί Ιεροεξεταστών που υπεξαιρούσαν χρήματα για προσωπικές τους ανέσεις. Και οι δυο άντρες αργότερα ανακαλύφθηκε ότι ενεπλέκονταν σε πάσης φύσεως παρανομίες.
Επίσης είχαν ένα πλούσιο συγγραφικό έργο και ειδικότερα ο Κράμμερ το 1485 συνέγραψε ένα σαφές εγχειρίδιο μαγείας όπου αργότερα περιλήφθηκε στο Μalleus Maleficarum. Ο ίδιος είχε αρχικά διοριστεί Ιεροεξεταστής το 1474 στις επαρχίες Τύρολο, Βοημία, Σάλσμπουργκ και Μοραβία, όπου με δόλο κατηγορούσε ανθρώπους για μαγεία και τους βασάνιζε μέχρι θανάτου. Ο Επίσκοπος του Μπρίξτεν ερεύνησε την υπόθεση και τελικά τον εκδίωξε. Ενώ για τον Σπρένγκερ είχε ειπωθεί ο εξής χαρακτηρισμός «είναι ένας επικίνδυνος και κακόβουλος φανατικός, που εντρυφεί μ’ ευχαρίστηση στο παράλογο και ακόμη περισσότερο στο αισθησιακό».
Ήδη από τον 13ο αιώνα, η Ευρώπη είχε καταληφθεί από την εμμονή του φόβου της μαγείας. Αυτή η παράνοια κράτησε συνολικά τέσσερις ολόκληρους αιώνες, δηλαδή έως και το τέλος του 17ου αιώνα. Λόγω του ότι η απόκρυφη τέχνη της μαγείας ήταν κάτι σκοτεινό και ασαφές για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα, οι ερμηνείες για το φαινόμενο διέφεραν από τόπο σε τόπο. Έτσι προκλήθηκε μια γενική σύγχυση μέσα σ’ ένα κλίμα υποψίας και ανεξέλεγκτων φαντασιώσεων που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια κοινή παράνοια. Ώσπου το 1486 εκδίδεται το Μalleus Maleficarum για να βάλει ένα τέλος στην αποδιοργάνωση της σκέψης εκατομμυρίων φοβισμένων ανθρώπων και να αποσαφηνίσει επιτέλους τα νοήματα και τα χαρακτηριστικά της μαγείας, να ξεκαθαρίσει την εικόνα της «μάγισσας», ώστε οι κατηγορίες να είναι νόμιμες και οι ποινές-νομικά και θεολογικά-δικαιολογήσιμες και βάσιμες!
Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο πολύ ιδιόμορφο, που θεωρείται το πιο σημαντικό στο φαινόμενο της μαγείας και στην ουσία είναι ένας οδηγός για κάθε Ιεροεξεταστή, θεολόγο και γενικά προς κάθε πολέμιο της μαγείας, του σατανισμού και των παράξενων φαινόμενων που αυτός προκαλεί. Ένα εγχειρίδιο πάνω στις μαγικές γνώσεις, πάνω στις εκδηλώσεις και τα χαρακτηριστικά τους και στους τρόπους με τους οποίους πρέπει να τις αντιμετωπίζει ο ιερέας και ο θεολόγος της εποχής. Επιπλέον, μας παρουσιάζει όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσαν τις μάγισσες οι ‘θεοσεβούμενοι’ άνθρωποι του Μεσαίωνα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους δρούσαν και λειτουργούσαν οι μάγισσες, δείχνοντας πως οι περισσότεροι Ιεροεξεταστές ήταν πολύ πιο ενημερωμένοι πάνω στα θέματα της μαγείας από τους περισσότερους που την ασκούσαν.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνεται φανερό ότι το κυνήγι που ξεκίνησε ενάντια στις μάγισσες δεν ήταν απλά μια «μαζική υστερία» όπως έχει χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς, αλλά βασίστηκε πάνω σε πολύ εξειδικευμένες παρατηρήσεις από πολύ μορφωμένους ανθρώπους, προθέσεις που καταδεικνύουν πως αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν ότι συμμετείχαν σε ένα μυστικό «παγκόσμιο πόλεμο» εναντίον των δαιμόνων που εισέβαλλαν στην καθημερινή πραγματικότητα με ποικίλους τρόπους.
Έτσι το 1486 δημοσιεύτηκε το Μalleus Maleficarum και μέσα στους επόμενους αιώνες έγινε το «όπλο κατά της βασκανίας» το βασικό κείμενο που εδραίωνε τον αξεδιάλυτο δεσμό ανάμεσα στη μαγεία και το γυναικείο φύλο. Αρχικά εκδόθηκε στη Γερμανία και γρήγορα μεταφράστηκε και εκδόθηκαν πάμπολλα αντίτυπα στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Αγγλία. Οι επιπτώσεις του εγχειριδίου έγιναν ιδιαίτερα αισθητές στις διάσημες «δίκες μαγισσών» της Αμερικής για τουλάχιστον 200 χρόνια.
Το Μalleus Maleficarum είναι κοινώς γνωστό με τον τίτλο «Η σφύρα των μαγισσών»,αν και ο λατινικός τίτλος μεταφράζεται καλύτερα ως «η σφύρα της μαγγανείας», καθ’ ότι το Μalleus σημαίνει «κακοβουλία», «κακεντρέχεια», «μοχθηρία», «γοητεία» (γητεία). Ουσιαστικά αυτό το βιβλίο είναι ο νόμος με τον οποίο δικάζονταν οι μάγισσες κατά την Ιερά Εξέταση, αλλά και όσοι είχαν ανάμειξη με την τέχνη της μαγείας. Είναι σοφά μελετημένο και σχολαστικό έγγραφο στοιχείο που αποδεικνύει ασύλληπτο, φανατισμένο μισογυνισμό.
Πιστεύεται πως η πραγματικός σκοπός του Πάπα, όταν εξέδωσε την επιστολή το 1484, ήταν να εξολοθρεύσει την Προτεσταντική αντίσταση και να εδραιώσει την απόφαση του Πάπα Αλεξάνδρου ΙV που είχε γίνει το 1258 σχετικά με το διωγμό των αιρετικών. Έτσι ,το Μalleus Maleficarum εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Γερμανία, την Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη, και τα καθολικά και προτεσταντικά δικαστήρια το υιοθέτησαν πολύ σύντομα. Μέσα σε ένα χρονικό διάστημα 135 ετών βρισκόταν στην 34η έκδοση του και είχε ξεπεράσει όλα τα βιβλία εκτός της Βίβλου.
Η εποχή ήταν η πιο κατάλληλη, σαν από δαιμονική σύμπτωση η τυπογραφία έκανε το ξεκίνημα της και έτσι η αναγνωστική ύλη κάλυπτε ένα όλο και μεγαλύτερο πεδίο, η Ευρώπη κατακλυζόταν από θρησκευτικές αντιθέσεις, διαμάχες και ίντριγκες, και όλα αυτά μέσα σε ένα κλίμα όπου οι βασιλείς και οι βασίλισσες της τότε εξουσίας δέχονταν καθημερινά απειλές για τη ζωή τους και οι φόνοι αυτών ήταν οι πιο συνηθισμένες εγκληματικές πράξεις.
Οι πληροφορίες για τη δράση και το ιστορικό των Κράμμερ και Σπρένγκερ δεν είναι ολοκληρωμένες. Γνωρίζουμε όμως ότι και οι δυο υπήρξαν ηγούμενοι Δομινικανού Τάγματος αλλά παρ’ όλα αυτά όταν έφτασαν στη Γερμανία με τη σφραγίδα του Πάπα, έλαβαν ψυχρότατη υποδοχή, χαρακτηριζόμενοι ως δυσάρεστες προσωπικότητες και δεν ήταν λίγοι οι πάστορες που τους εκδίωξαν, επικαλούμενοι εκκλησιαστική επικήρυξη περί Ιεροεξεταστών που υπεξαιρούσαν χρήματα για προσωπικές τους ανέσεις. Και οι δυο άντρες αργότερα ανακαλύφθηκε ότι ενεπλέκονταν σε πάσης φύσεως παρανομίες.
Επίσης είχαν ένα πλούσιο συγγραφικό έργο και ειδικότερα ο Κράμμερ το 1485 συνέγραψε ένα σαφές εγχειρίδιο μαγείας όπου αργότερα περιλήφθηκε στο Μalleus Maleficarum. Ο ίδιος είχε αρχικά διοριστεί Ιεροεξεταστής το 1474 στις επαρχίες Τύρολο, Βοημία, Σάλσμπουργκ και Μοραβία, όπου με δόλο κατηγορούσε ανθρώπους για μαγεία και τους βασάνιζε μέχρι θανάτου. Ο Επίσκοπος του Μπρίξτεν ερεύνησε την υπόθεση και τελικά τον εκδίωξε. Ενώ για τον Σπρένγκερ είχε ειπωθεί ο εξής χαρακτηρισμός «είναι ένας επικίνδυνος και κακόβουλος φανατικός, που εντρυφεί μ’ ευχαρίστηση στο παράλογο και ακόμη περισσότερο στο αισθησιακό».
Ήδη από τον 13ο αιώνα, η Ευρώπη είχε καταληφθεί από την εμμονή του φόβου της μαγείας. Αυτή η παράνοια κράτησε συνολικά τέσσερις ολόκληρους αιώνες, δηλαδή έως και το τέλος του 17ου αιώνα. Λόγω του ότι η απόκρυφη τέχνη της μαγείας ήταν κάτι σκοτεινό και ασαφές για τους ανθρώπους του Μεσαίωνα, οι ερμηνείες για το φαινόμενο διέφεραν από τόπο σε τόπο. Έτσι προκλήθηκε μια γενική σύγχυση μέσα σ’ ένα κλίμα υποψίας και ανεξέλεγκτων φαντασιώσεων που με την πάροδο του χρόνου εξελίχθηκαν σε μια κοινή παράνοια. Ώσπου το 1486 εκδίδεται το Μalleus Maleficarum για να βάλει ένα τέλος στην αποδιοργάνωση της σκέψης εκατομμυρίων φοβισμένων ανθρώπων και να αποσαφηνίσει επιτέλους τα νοήματα και τα χαρακτηριστικά της μαγείας, να ξεκαθαρίσει την εικόνα της «μάγισσας», ώστε οι κατηγορίες να είναι νόμιμες και οι ποινές-νομικά και θεολογικά-δικαιολογήσιμες και βάσιμες!
Πρόκειται λοιπόν για ένα έργο πολύ ιδιόμορφο, που θεωρείται το πιο σημαντικό στο φαινόμενο της μαγείας και στην ουσία είναι ένας οδηγός για κάθε Ιεροεξεταστή, θεολόγο και γενικά προς κάθε πολέμιο της μαγείας, του σατανισμού και των παράξενων φαινόμενων που αυτός προκαλεί. Ένα εγχειρίδιο πάνω στις μαγικές γνώσεις, πάνω στις εκδηλώσεις και τα χαρακτηριστικά τους και στους τρόπους με τους οποίους πρέπει να τις αντιμετωπίζει ο ιερέας και ο θεολόγος της εποχής. Επιπλέον, μας παρουσιάζει όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο κοιτούσαν τις μάγισσες οι ‘θεοσεβούμενοι’ άνθρωποι του Μεσαίωνα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους δρούσαν και λειτουργούσαν οι μάγισσες, δείχνοντας πως οι περισσότεροι Ιεροεξεταστές ήταν πολύ πιο ενημερωμένοι πάνω στα θέματα της μαγείας από τους περισσότερους που την ασκούσαν.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, γίνεται φανερό ότι το κυνήγι που ξεκίνησε ενάντια στις μάγισσες δεν ήταν απλά μια «μαζική υστερία» όπως έχει χαρακτηριστεί από τους ιστορικούς, αλλά βασίστηκε πάνω σε πολύ εξειδικευμένες παρατηρήσεις από πολύ μορφωμένους ανθρώπους, προθέσεις που καταδεικνύουν πως αυτοί οι άνθρωποι πίστευαν ότι συμμετείχαν σε ένα μυστικό «παγκόσμιο πόλεμο» εναντίον των δαιμόνων που εισέβαλλαν στην καθημερινή πραγματικότητα με ποικίλους τρόπους.